- σηκωτός
- (I)-ή, -ό, Ν [σηκώνω]1. αυτός τον οποίο μεταφέρουν άλλοι σηκώνοντάς τον2. φρ. «τόν πήραν [ή «τόν πήγαν] σηκωτό»α) τόν οδήγησαν με την βία κάπουβ) τόν σήκωσαν, τόν κουβάλησαν άλλοι, γιατί δεν μπορούσε να μετακινηθεί.————————(II)-ή, -όν Μαυτός που έχει θήκες, φατνώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «ναός» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ὀδοντ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.